- τρωγλοδυτικός, -ή
- -ό που έχει σχέση με τους τρωγλοδύτες: Τρωγλοδυτικός πολιτισμός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τρωγλοδυτικός — ή, ό /τρωγλοδυτικός, ή, όν, ΝΜΑ [τρωγλοδύτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Τρωγλοδύτες 2. (το θηλ. ως κύριο όν.) η Τρωγλοδυτική (ενν. χώρα) η χώρα τών Τρωγλοδυτών αρχ. 1. αυτός που ζει σε τρώγλες, σε σπηλιές («ζώα τρωγλοδυτικά», Αριστοτ … Dictionary of Greek
τρωγλοδυτικά — τρωγλοδυτικός of neut nom/voc/acc pl τρωγλοδυτικά̱ , τρωγλοδυτικός of fem nom/voc/acc dual τρωγλοδυτικά̱ , τρωγλοδυτικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρωγλοδυτικῶν — τρωγλοδυτικός of fem gen pl τρωγλοδυτικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρωγλοδυτικῆς — τρωγλοδυτικός of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρωγλοδυτικῇ — τρωγλοδυτικός of fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρωγλοδυτική — τρωγλοδυτικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρωγλοδυτικήν — τρωγλοδυτικός of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρωγλοδυτικῶς — τρωγλοδυτικός of adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρωγλοδυτικώς — Α επίρρ. βλ. τρωγλοδυτικός … Dictionary of Greek
τρωγλοδυτισμός — ο, Ν ο τρωγλοδυτικός βίος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρωγλοδύτης + κατάλ. ισμός*] … Dictionary of Greek